- κολοκυνθίδες
- οιβοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικοτυλων φυτών, η μόνη τής τάξης κολοκυνθώδη ή κουκουρβιτώδη, αλλ. κουκουρβιτίδες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολοκυνθίδες — κολοκυνθίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοκυθιά — Γενική ονομασία ειδών, υποειδών και ποικιλιών του γένους κουκούρβιτα (Cucurbita) που περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των κουκουρβιτιδών. Πρόκειται για λαχανοκομικά φυτά με εδώδιμους καρπούς (κολοκύθια, κολοκυθάκια και κολοκύθες)… … Dictionary of Greek
σικυοειδή — τα, Ν βοτ. παλαιότερη λόγια ονομασία τής οικογένειας αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών κολοκυνθίδες ή κουρκουβιτίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος + ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κων / πόλεως] … Dictionary of Greek